- στορνύνθ'
- στορνύντα , στόρεννυμιpres part act neut nom/voc/acc plστορνύντα , στόρεννυμιpres part act masc acc sgστορνύντι , στόρεννυμιpres part act masc/neut dat sgστορνύντε , στόρεννυμιpres part act masc/neut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.